- στικτή
- στικτόςprickedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
CUCULUS — I. CUCULUS Graece κόκκυξ, Plinio ex accipitre videtur esse, tempore anni figuram mutans, quoniam tunc non apparent reliqui, nisi perquam paucis diebus: ipseque modicô tempore aestatis visus non cernitur postea, l. 10. c. 9. Sed non solum… … Hofmann J. Lexicon universale
πινάγκα — (pinanga). Δέντρο της οικογένειας των Φοινικιδών ή Παλμιδών. Αριθμεί 50 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας και της Ωκεανίας. Η π. είναι δέντρο πολύ ψηλό. Ο κορμός του είναι όρθιος και λεπτός, τα φύλλα του πτεροειδή και… … Dictionary of Greek
πουαντιγέ — Ν (άκλ,) στικτή γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pointille «στιγμογραφία»] … Dictionary of Greek
ρανδία — (randia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρουβιιδών, που αριθμεί περίπου 150 είδη, όλα των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Αφρικής. Είναι δέντρα ή θάμνοι ακανθώδεις με φύλλα αντίθετα, συνήθως δερματώδη, μικρά παράφυλλα. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… … Dictionary of Greek
στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… … Dictionary of Greek
φλοξ — (phlox). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πόες, συνήθως πολυετείς, με κοντό στέλεχος. Αριθμεί 27 είδη, τα κυριότερα από τα οποία είναι η φ. η δρυμμόνδεια, ιθαγενής πόα του Τέξας, η φ. η θυσανωτή και η φ. η στικτή. Και τα τρία είδη είναι ιθαγενή… … Dictionary of Greek